- επινοητος
- ἐπινοητόςἐπι-νοητός3выдуманный, воображаемый, мысленный Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επινοητός — ἐπινοητός, ή, όν (Α) [επινοώ] 1. κατανοητός, εύληπτος 2. αυτός που υπάρχει στον νου … Dictionary of Greek
ἐπινοητόν — ἐπινοητός conceivable masc acc sg ἐπινοητός conceivable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοηταί — ἐπινοητής inventive person masc nom/voc pl ἐπινοητός conceivable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητοῦ — ἐπινοητής inventive person masc gen sg ἐπινοητός conceivable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητάς — ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητής inventive person masc acc pl ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητής inventive person masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπινοητά̱ς , ἐπινοητός conceivable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοητήν — ἐπινοητής inventive person masc acc sg (attic epic ionic) ἐπινοητός conceivable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)